- ἀμυγδάλῳ
- ἀμύγδαλονneut dat sgἀμύγδαλοςfem dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκαλτσούνι — το, Ν 1. είδος χοντρής μάλλινης κάλτσας που φοριέται κυρίως από άντρες αντί για παντόφλα μέσα στο σπίτι, τσουράπι 2. είδος νηστήσιμου αμυγδαλω τού γλυκίσματος από ζύμη παραγεμισμένη με καρύδι, μέλι κανέλα και άλλα υλικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλτσούνι,… … Dictionary of Greek